- παραπλήσιος
- παρα|πλήσιος, (α,) ον ['приближенный'] похожий, сходный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
παραπλήσιος — coming alongside of masc nom sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήσιος — α, ο / παραπλήσιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον 2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος 3. ο περίπου ίσος με κάποιον 4. συνομήλικος αρχ. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
παραπλήσιος — α, ο ο σχεδόν ίδιος, ο κοντινός, ο περίπου όμοιος: Τα δύο υφάσματα είναι παραπλήσια στο χρωματισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπλησιώτατα — παραπλήσιος coming alongside of adverbial superl παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc superl pl παραπλήσιος coming alongside of adverbial superl παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησίως — παραπλήσιος coming alongside of adverbial παραπλήσιος coming alongside of masc acc pl (doric) παραπλήσιος coming alongside of adverbial παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήσιον — παραπλήσιος coming alongside of masc acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιαίτερον — παραπλήσιος coming alongside of masc acc sg παραπλήσιος coming alongside of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιωτάτην — παραπλήσιος coming alongside of fem acc superl sg (attic epic ionic) παραπλήσιος coming alongside of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησιώταται — παραπλήσιος coming alongside of fem nom/voc superl pl παραπλήσιος coming alongside of fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησίου — παραπλήσιος coming alongside of masc/neut gen sg παραπλήσιος coming alongside of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλησίους — παραπλήσιος coming alongside of masc acc pl παραπλήσιος coming alongside of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)